Πηγή: National Geographic Traveler-Italia, Τεύχος Ιουνίου-Αυγούστου 2019
Κείμενο: Μαρία Ατματζίδου
Η Γη των Θεών
Μια όχι τόσο γνωστή γωνιά της Ελλάδας που συνδυάζει τη στέρεη σιγουριά της ηπειρωτικής χώρας με τη σαγηνευτική γοητεία της νησιωτικής.
Από μικρή που ήμουν στο σχολείο, όταν άκουγα για τους 12 θεούς, ο Όλυμπος δεν μου περνούσε καν από το μυαλό. Για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο, τους φανταζόμουν να πηγαινοέρχονται κάπου κοντά στη θάλασσα, να κάνουν μεν τις δουλειές τους αλλά να παίζουν και με το φως που στραφτάλιζε στα κύματα. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένη, τους «ήθελα» στο Γύθειο, γιατί είχα μάθει ότι το όνομα του καλοκαιρινού μου προορισμού έβγαινε ετυμολογικά από αυτό ακριβώς: Γη των Θεών. Και τελικά δεν είχα και πολύ άδικο. Γιατί εδώ, σε αυτή τη γωνιά της Ελλάδας, στη νότια Πελοπόννησο, κοντά στις εκβολές του ποταμού Ευρώτα, στο μυχό του Λακωνικού Κόλπου, εδώ ακριβώς, ο μυθικός ήρωας Ηρακλής κι ο θεός Απόλλων συγκρούστηκαν μεταξύ τους για το μαγικό τρίποδα του Μαντείου των Δελφών. Καθώς νικητής δεν βγήκε κανείς από τους δυο, η πόλη αφιερώθηκε και στους δυο. Έτσι λέει η παράδοση, κι εγώ θέλω πολύ να την πιστέψω. Και κάπου μέσα μου, είμαι σίγουρη ότι και οι άλλοι Θεοί εδώ θα έρχονταν, να περπατήσουν στα φιδογυριστά σοκάκια ή να ανέβουν τα σκαλιά προς την κορυφή του λόφου ή να πετάξουν μέχρι τις πανέμορφες κοντινές παραλίες και να κολυμπήσουν δίπλα στις θαλάσσιες χελώνες ή να γευτούν τις παραδοσιακές νοστιμιές του τόπου, το λάδι το ιερό, το μέλι το θυμαρίσιο, τις δίπλες τις γλυκές, τις λαλαγγίδες τις πεντανόστιμες.
Αλλά προτρέχω. Αυτό μου συμβαίνει πάντα όταν μιλάω για το Γύθειο, κατακλύζομαι από πολύχρωμες εικόνες, μυρωδιές κι ακούσματα, και ξεχνιέμαι. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή.
Κωμόπολη και Λιμάνι, γνωστό από την αρχαιότητα, με πρώτες αναφορές τον 5ο αι. π.Χ. από το Θουκυδίδη, τον Στράβωνα και τον Πολύβιο, και αργότερα από τον Παυσανία, τον Διόδωρο το Σικελιώτη και τον Παυσανία, το Γύθειο είναι σήμερα το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού Κόλπου. Με πληθυσμό 4.279 κατοίκους, που τους καλοκαιρινούς μήνες, ιδιαίτερα τον Αύγουστο, αυξάνεται κατά πολύ από τους επισκέπτες που συνήθως κατάγονται από την περιοχή, ή από πιο ψαγμένους τουρίστες, Έλληνες και ξένους, που έχουν το Γύθειο ως ορμητήριο για να εξερευνήσουν και την υπόλοιπη Μάνη. Παρόλα αυτά, η πόλη δεν κατακλύζεται από τουρισμό όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ίσως γι’ αυτό έχει διατηρήσει μια αυθεντικότητα ξεχωριστή, που είναι εμφανής σε όλες τις καθημερινές της δραστηριότητες και πάνω από όλα στους ανθρώπους της. «Είμαστε Μανιάτες» λένε οι μόνιμοι κάτοικοι –αλλά και όσοι κατάγονται από εδώ-, και μέσα σε αυτές τις δυο λεξούλες κρύβεται όλη η περηφάνια για την καταγωγή τους και την ιστορία τους. Μανιάτες είναι οι κάτοικοι της Μάνης, μιας γεωγραφικής και ιστορικής περιοχής, που χωρίζεται σε τρεις, τη Βορειοδυτική (Μεσσηνιακή ή Έξω Μάνη), την Ανατολική (Λακωνική ή Κάτω Μάνη) και τη Νότια (ή Μέσα Μάνη). Οι Μανιάτες έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Δωριείς και τους αγέρωχους Σπαρτιάτες, και έχουν μείνει στην ιστορία ως ένας λαός ανυπόταχτος, σκληραγωγημένος, άγριος, αψύς, ατίθασος κι απίστευτα περήφανος. Οι σύγχρονοι Μανιάτες έχουν μπολιαστεί με τις αρχές της παράδοσής τους και δεν απέχουν πολύ από αυτή την περιγραφή. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκφραση «το κρατάω μανιάτικο» σημαίνει δεν σε συγχωρώ για την προσβολή που μου έκανες. Στα παλαιότερα χρόνια μάλιστα, αυτό σήμαινε βεντέτα που κρατούσε ολόκληρες γενιές. Ο Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραφε για τους Μανιάτες ότι είναι σαν τους βράχους του τόπου τους, «σουβλεροί κι ολόρθοι, και ολόγυμνοι και απάτητοι και ξεμοναχιασμένοι». Όμως στο Γύθειο, που ανήκει στην Ανατολική Μάνη, η πέτρα –στο τοπίο και… την ψυχή- δεν είναι όπως αλλού. Εδώ πρασινίζει από τα πεύκα και τα κυπαρίσσια και τις ολάνθιστες αυλές, γλυκαίνει από το μέλι και τις δίπλες, τα γλυκά για τους γάμους και τις γιορτές. Κι όταν γνωρίσεις καλύτερα τους κατοίκους, καταλαβαίνεις ότι έχουν μια ευγένεια έμφυτη που βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά τους κι όχι από τα σύγχρονα καλούπια σωστής συμπεριφοράς. Και είναι αληθινοί μέσα στην τραχύτητα των λόγων και της συμπεριφοράς τους, κι όταν σου ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού τους, θα σου ανοίξουν και την καρδιά τους.
Αν και ανήκει στο ηπειρωτικό κομμάτι, το Γύθειο μοιάζει με νησί. Ίσως γι’ αυτό συνδυάζει τη στέρεη σιγουριά της ηπειρωτικής Ελλάδας με τη σαγηνευτική γοητεία της νησιωτικής. Μοιάζει σαν να συνενώνει δύο διαφορετικές πόλεις, που αρμονικά συνυπάρχουν μεταξύ τους. Η μία στην ισάδα του δρόμου να απλώνεται σε όλο τον παραλιακό δρόμο που ενώνει τα ενδότερα της Μάνης με την άλλη πλευρά προς τη Μονεμβασιά. Και η άλλη, η αμφιθεατρικά κτισμένη, να σκαρφαλώνει στο Λαρύσιο Όρος, τον Ακούμαρο όπως τον λένε οι ντόπιοι. Τα περισσότερα σπίτια στην παραλιακή και στο λόφο είναι νεοκλασικά, κατασκευάστηκαν τον 19ο αιώνα και σήμερα έχουν κριθεί διατηρητέα. Με χρώματα παστέλ, άλλα φρεσκοβαμμένα και καλοδιατηρημένα, κι άλλα αναζητούν.. χορηγό για να ξαναβρούν τη χαμένη τους αίγλη. Όλα όμως αναδίνουν ένα άρωμα αρχοντιάς, μια ανάσα ενός λαμπρού παρελθόντος μιας πόλης ζωντανής που ζούσε κυρίως από τη θάλασσα, τα λιόδεντρα και τα εσπεριδοειδή.
Στενά σοκάκια που περνούν ανάμεσα από αυλές και εκκλησάκια, σκαλιά που ανεβαίνουν προς τα πάνω, λες και θέλουν να αγγίξουν τον ουρανό. Ή την αιωνιότητα. 100 σκαλιά μέτραγα πάντα για να φτάσω στο εξοχικό του παππού μου. Έκλεβα και λίγα, για να πείθω τον εαυτό μου να μην κουράζεται. Μικρή που ήμουν, άκουγα από το ανοιχτό παράθυρο τα αγκομαχητά όσων ανέβαιναν μέσα στο λιοπύρι, πολλές φορές κουβαλώντας τα ψώνια τους, κι ήξερα ότι να.. τώρα θα ανοίξει την πόρτα η μητέρα μου, Μανιάτισσα γαρ, να τους προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Κι εκείνοι ανάμεσα στις ευχαριστίες, να μετράνε τα υπόλοιπα σκαλιά που είχαν ακόμη να ανέβουν για να φτάσουν στο σπίτι τους. Άλλα 100, άλλα 200, άλλα 500.
Το πιο όμορφο όμως κομμάτι του Γυθείου είναι η προκυμαία. Πριν φτάσουμε όμως εκεί, θα ήθελα να σας ξεναγήσω στην πρώτη πλατεία που συναντάς, όταν έρχεσαι με το αυτοκίνητο από την Αθήνα. Μια χαρακτηριστική επαρχιακή πλατεία, με τραπέζια καφετέριας και παιδάκια να τρέχουν ή να κάνουν ποδήλατο, που κρύβει όμως ένα κόσμημα: το Κέντρο Πολιτισμού Ανατολικής Μάνης. Στο πανέμορφο κτίριο του γνωστού Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, που χρονολογείται από το 1886, στεγαζόταν κάποτε το Παρθεναγωγείο. Για χρόνια το θυμόμουν σχεδόν χαλάσματα με μόνο το εξωτερικό περίβλημα να σε υποψιάζει για το πόσο όμορφο ήταν στα χρόνια της δόξας του. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να σας πω πώς δεν χόρταινα να το θαυμάζω όταν το είδα ανακαινισμένο κάποια χρόνια πριν με φροντίδα περισσή, με εκθέματα που αντικατοπτρίζουν όλη την ιστορία του τόπου μέσα από τα προϊόντα του, το μέλι, την ελιά και το λάδι, την ιστορία των ανθρώπων του, αλλά και με τα θρανία και τα βιβλία των παιδιών που μάθαιναν εδώ γράμματα. Πριν ξεκινήσει κανείς το ταξίδι του στην υπόλοιπη Μάνη, η επίσκεψη σε αυτό το Μουσείο είναι επιβεβλημένη. Έργο του Τσίλλερ φέρεται να είναι και το Δημαρχείο της πόλης, που δεσπόζει σε μια άλλη πλατεία της πόλης μπροστά στη θάλασσα, εξαίρετο δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, με τον τετράγωνο πύργο του να προεξέχει στην κορυφή. Στο ισόγειο μάλιστα, φιλοξενούνται αρχαιολογικά ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή.
Φεύγοντας από την πλατεία και πηγαίνοντας προς την προκυμαία, βλέπεις το Τουριστικό Περίπτερο, που μοιάζει να ήταν εκεί από πάντα. Σημείο συνάντησης ήταν για τη δική μου παρέα, κάποιες δεκαετίες πριν, σημείο συνάντησης είναι και σήμερα: για καφέ ή χυμό, για ένα σνακ ή για φαγητό, για κουβεντολόι των μεγαλύτερων μετά την εκκλησία την Κυριακή το πρωί, για παγωτό και παιχνίδι για τα μικρά παιδιά. Και μπροστά σου απλώνεται μία ατέλειωτη περατζάδα, η αγαπημένη βόλτα για μικρούς και μεγάλους, στην πλακόστρωτη προκυμαία που απλώνεται από τη μια πλευρά της πόλης ως την άλλη, που φωτίζεται από παραδοσιακούς φανοστάτες, και σε κάποια σημεία της απλώνονται τραπεζάκια στη σειρά από τις ψαροταβέρνες, τα ουζερί, και τις καφετέριες. Η προκυμαία πάντα είχε την τιμητική της: εδώ συναντάς τους κατοίκους και σταματάς να τους μιλήσεις – δημιουργώντας πολλές φορές … συνωστισμό- , εδώ ρεμβάζεις τη θέα προς τη θάλασσα και τα ψαροκάικα που είναι δεμένα κατά μήκος της, εδώ ανταλλάσσονται ματιές γεμάτες υποσχέσεις ανάμεσα στους νέους και τις νέες κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των γονιών τους. Πόσοι γάμοι ξεκίνησαν έτσι, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί.
Περπατώντας στην προκυμαία προς τα ανατολικά της πόλης αντικρύζει κανείς μια άλλη πλατεία του Γυθείου, περιτριγυρισμένη από εμπορικά μαγαζιά, ουζερί και καφενεία. Αν και πολύβουη, καθώς τα αυτοκίνητα κάνουν το γύρο της πλατείας για να συνεχίσουν το δρόμο τους, έχει το χρώμα μιας αυθεντικής επαρχιακής πόλης. Από εκείνο το σημείο και μετά, που στρίβει ο παραλιακός δρόμος με κατεύθυνση προς τη Μέσα Μάνη, η περατζάδα συνεχίζεται, πιο δύσκολα πια, καθώς διακόπτεται από τα τραπέζια που έχουν βγάλει δίπλα στη θάλασσα οι ψαροταβέρνες. Εδώ είναι και ο πιο μεγάλος πειρασμός, να συνεχίσεις, ή να κάτσεις να απολαύσεις το ουζάκι σου με το χταποδάκι στα κάρβουνα, το μαριδάκι το τηγανιτό, το μπαρμπουνάκι που μόλις έφτασε από την ψαρόβαρκα, τη ριγανάδα (μανιάτικη σαλάτα) με τις μικρές πράσινες ελίτσες, τη φέτα την πικάντικη, τα ντόπια παξιμάδια και το λάδι που τρέχει θαρρείς ανεξέλεγκτο από το ροί (μανιάτικο δοχείο λαδιού) – καθώς βλέπεις, «εδώ στη Μάνη, το λάδι το έχουμε και καλό και άφθονο»!
Δεν θέλω να μετρήσω πόσες φορές ενέδωσα στον πειρασμό. Όταν, όμως, δεν το έκανα, η βόλτα προς το Νησάκι με αποζημίωσε και με το παραπάνω. Νησάκι το ξέρω εγώ χρόνια τώρα. Δεν είναι άλλο από την αρχαία Κρανάη ή αλλιώς Μαραθονήσι, πνιγμένο καθώς είναι στα ευωδιαστά κίτρινα λουλούδια και τις πρασινάδες του μάραθου. Ένα κομμάτι γης που απλώνεται στη θάλασσα του Λακωνικού Κόλπου κι ενώνεται με το Γύθειο με μια μικρή προκυμαία. Το Νησάκι του έρωτα. Ο Πάρης εδώ κοιμήθηκε πρώτη φορά με την Ελένη, την Ωραία Ελένη, που άφησε τον Μενέλαο και το βασίλειο της Σπάρτης για έναν παθιασμένο έρωτα. Εδώ περίμεναν το καράβι για να φύγουν για την Τροία. Έτσι τουλάχιστον αναφέρει ο Παυσανίας, κι αν βρεθείς εδώ δεν δυσκολεύεσαι καθόλου να το πιστέψεις. Τόσο όμορφο και γαλήνιο είναι το μέρος. Μόνο τις πάπιες ακούς που σε καλωσορίζουν στα λημέρια τους, στο τέρμα της μικρής προκυμαίας. Το πρώτο που αντικρύζεις είναι το μικρό, κάτασπρο εκκλησάκι του Άγιου Πέτρου, σεμνό και ταπεινό, όπως πρέπει να είναι τα εκκλησάκια. Στο μικρό του προαύλιο, ξαποσταίνεις λίγο και θαυμάζεις τη θέα αυτού που άφησες πίσω σου. Το Γύθειο μοιάζει από εδώ με αρχόντισσα, κυρά της θάλασσας αλλά και χαδιάρα όταν λιάζεται στον ήλιο του μεσημεριού. Τα χρώματα αλλάζουν με το πέρασμα της μέρας, κι η διάθεση της πόλης μοιάζει να αντανακλά τα παιχνιδίσματα του φωτός. Και της θάλασσας. Μιας θάλασσας πλανεύτρας, γαλάζιας, απέραντης θαρρείς, που μια σε νανουρίζει, μια σε συναρπάζει, μια σε ζαλίζει με τα τσαλίμια της.
Κι όταν προχωρήσεις προς τα ενδότερα, στο χωμάτινο δρομάκι ανάμεσα στα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τα θυμάρια, ξεπροβάλλει στα αριστερά σου ο Πύργος Τζαννετάκη Γρηγοράκη, οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821 ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Και μην φανταστείς καμιά καστροπολιτεία, όπως ο Μυστράς στη Σπάρτη, ούτε όμως και τα χαλάσματα των Πύργων που στέκονται αγέρωχοι φρουροί σε όλη τη Μάνη. Είναι ένας Πύργος καλοδιατηρημένος, με την πετρόκτιστη αυλή του, που στο εσωτερικό του ανακαλύπτεις θησαυρούς. Εδώ στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο με αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικά κειμήλια, συλλογές και αρχεία από όλη τη Μάνη. Αυτόν τον Πύργο τον έζησα κι αλλιώς, τότε που ήταν σχεδόν μισοκατεστραμμένος, και εδώ γίνονταν τα… πάρτι της νεολαίας τα καλοκαίρια. Τότε που λίγα κεριά φώτιζαν τα χαλάσματα, οι μπύρες βυθίζονταν στα βράχια μέσα στη θάλασσα (και πολλές φορές χάνονταν), η χορευτική μουσική ξεχυνόταν στο Νησάκι μαζί με τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα που μόνο η νιότη ξέρει να αφουγκράζεται. Σήμερα, στην περιοχή γύρω από τον Πύργο, πραγματοποιούνται το καλοκαίρι συναυλίες με κλασική ή παραδοσιακή μουσική καθώς και θεατρικές παραστάσεις. Και είναι πανέμορφο το πώς συνταιριάζουν τα ακούσματα αυτά με το τραγούδι των τζιτζικιών.
Συνεχίζοντας το περπάτημα προς το άκρο του νησιού, διασχίζοντας εύκολα τις ξασπρισμένες από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας κοτρώνες, φτάνεις στο φάρο. Πάντα με τραβούσαν οι φάροι, όπου κι αν τους συναντούσα. Αυτός όμως έχει κάτι διαφορετικό. Κι από εδώ βλέπεις μια αξέχαστη ανατολή με τον ήλιο να γεννιέται θαρρείς μέσα από τη θάλασσα. Οκτάγωνος, πετρόχτιστος, με ύψος 22 μέτρα, χτισμένος από το 1873, είναι αχώριστο κομμάτι του τόπου αυτού, υψώνεται σημάδι φωτεινό κι αστραποβόλο για να κατευθύνει τους καραβοκύρηδες να μπουν με ασφάλεια στο λιμάνι του Γυθείου. Πόσοι άνθρωποι της θάλασσας γύρισαν σπίτι τους σώοι χάρη σ’ αυτόν; O “Ναύτης» που υψώνεται στο Μόλο του Γυθείου θα είναι μάλλον ένας από αυτούς. Κι η «Γοργόνα» δίπλα του, μοιάζει να καλωσορίζει τα ιστιοπλοϊκά και τα γιοτ που δένουν στο μόλο, τις μεγάλες ψαρόβαρκες και τα μικρά καραβάκια.
Το Γύθειο φημίζεται για τις παραλίες του, που αν και δεν είναι μέσα στην πόλη, είναι αρκετά κοντά με αυτοκίνητο, λεωφορείο ή ταξί. Το Μαυροβούνι έχει την πρωτοκαθεδρία. Απέχει 2 χλμ. νότια της πόλης, μια αμμουδερή παραλία που απλώνεται κυριολεκτικά σε 6 περίπου χλμ., με καταγάλανα πεντακάθαρα νερά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι είναι ο αγαπημένος τόπος αναπαραγωγής της χελώνας Caretta caretta, γι’ αυτό και σε διάφορα σημεία της παραλίας βλέπεις πινακίδες που σηματοδοτούν τις φωλιές των μικρών. Κι αν είναι κανείς τυχερός μπορεί να δει τα μικρά χελωνάκια να σπάνε τα αβγά τους και να παίρνουν το δρόμο για τη θάλασσα όταν λούζεται από το φως του φεγγαριού. Πώς είναι δυνατόν να μην αγαπώ αυτή τη θάλασσα; Όπου κι αν ταξιδεύω, σε αυτήν την παραλία θέλω να ξαναγυρνώ, σαν να αναζητώ την κάθαρση σε αυτά τα νερά. Που το πρωί είναι τόσο ήρεμα, σαν λάδι, αλλά μετά το μεσημέρι, αν σηκωθεί ο αέρας κι ο Ποσειδώνας πάρει τα ηνία, γίνεται ο πιο αγαπημένος τόπος των wind surfers. Και το βράδυ τα νερά του σε τραβάνε πεισματικά για ένα νυχτερινό μπάνιο, που αν με ρωτάτε, είναι το καλύτερο.
Στα ανατολικά του Γυθείου είναι η Σεληνίτσα, μια ακόμη παραλία βραβευμένη με γαλάζια σημαία, και λίγο μακρύτερα, γύρω στα 5 χλμ από την πόλη, είναι το Βαλτάκι. Η αμμώδης αυτή παραλία με τα καταγάλανα νερά και τις κατά τόπους ξέρες, είναι γνωστή για το περίφημο Ναυάγιο, ένα σκουριασμένο σκαρί που αλλάζει χρώματα ανάλογα με το φως που το λούζει κάθε φορά. Μετέφερε παράνομο φορτίο, το βύθισαν επίτηδες, ή μήπως τα άγρια κύματα το έριξαν στις ξέρες; Πόσες ιστορίες έχω ακούσει γι’ αυτό. Και πόσες ακόμη έχω πλάσει με τη φαντασία μου. Κοντεύουν 40 χρόνια από τότε που το «Δημήτριος» προσάραξε εδώ έρμαιο των κακών καιρικών συνθηκών και της αδιαφορίας των ιδιοκτητών του, και μοιάζει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πανέμορφης αυτής παραλίας και να ριζώθηκε εδώ για πάντα.
Και η λίστα με τις παραλίες δεν έχει τέλος. Με άμμο, βότσαλα ή κοτρώνες, η καθεμιά με το δικό της μοναδικό χαρακτήρα και τη δική της ανυπέρβλητη γοητεία, σε προσκαλούν –και σε προκαλούν- να βυθιστείς στα καταγάλανα νερά τους. Στον κεντρικό δρόμο προς τη Μέσα Μάνη, οι πινακίδες προς τις παραλίες στα αριστερά ξεκινούν με τον Αγερανό, το Βαθύ, τις Καμάρες και λίγο αργότερα το Σκουτάρι. Κι αν υποκύψεις στο κάλεσμα της Μανιάτισσας Σειρήνας να κατηφορίσεις προς τον κολπίσκο, θα συναντήσεις παραλίες για όλα τα γούστα: στα αριστερά την αμμουδερή με τα ρηχά ήρεμα νερά, τον παράδεισο για οικογένειες με μικρά παιδιά και με φυσική σκιά τον κάθετο κατακόκκινο βράχο, και στα δεξιά, την παραλία με τα ξασπρισμένα βότσαλα, τα τιρκουάζ νερά, την ξεχασμένη βάρκα που μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής, το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας που άντεξε στο χρόνο πνιγμένο στις πικροδάφνες, και τις δύο φιλόξενες ταβέρνες με τα τραπεζάκια τους δίπλα στο κύμα.
Το καλοκαίρι στη Μάνη ο ήλιος του μεσημεριού γίνεται ανελέητος. Ιδιαίτερα όταν πέφτει πάνω στις ξερολιθιές και στην καυτή πέτρα του άγριου αυτού τόπου με τις φραγκοσυκιές να υψώνονται περιγελώντας θαρρείς τους ανθρώπους για την αδυναμία τους να αντέξουν χωρίς δροσερή σκιά. Πάντα τις θαύμαζα τις φραγκοσυκιές. Ίσως γιατί μου θύμιζαν τη γιαγιά μου, μια σκληρή Μανιάτισσα, απίστευτα αυστηρή με τα τέσσερα παιδιά της, κι απίστευτα αλλιώτικη, μαλακή σα βούτυρο, με εμάς, τα εγγόνια της. Φραγκόσυκα μας καθάριζε από τον αγκαθωτό φλοιό τους και μας τα πρόσφερε βουτηγμένα στο σιρόπι της ζάχαρης -και της αγάπης της. Εκείνη μας πρωτοείπε για τα Σπήλαια του Διρού. Δεν είχε πάει ποτέ της, αλλά έμοιαζε… σαν τα είχε εξερευνήσει η ίδια. Και είχε δίκιο: είναι μια εμπειρία πρωτόγνωρη, που εντυπώνεται για πάντα στη μνήμη. Σε απόσταση 36,5 χλμ. από το Γύθειο, το Σπήλαιο Βλυχάδα (ή Γλυφάδα) του Διρού, αποτελεί ένα υπόγειο θαύμα της φύσης, μοναδικό στο είδος του, ο σχηματισμός του οποίου ξεκίνησε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν . Η συστηματική του εξερεύνηση άρχισε το 1949 από το ζευγάρι σπηλαιολόγων Γιάννη και Άννα Πετροχείλου και σήμερα μία διαδρομή 1.500 μέτρων είναι επισκέψιμη, με μικρές βάρκες να πλέουν στα σκοτεινά νερά, ενώ τα τελευταία 300 μέτρα γίνονται με τα πόδια.
Το σπήλαιο όμως είναι πολύ μεγαλύτερο, μέχρι σήμερα έχουν χαρτογραφηθεί 14.700 μέτρα διαδρομών με τα περισσότερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εδώ επίσης βρέθηκαν απολιθωμένα οστά πάνθηρα, ύαινας, λιονταριού, ιπποπόταμων καθώς και κεραμικά και εργαλεία που δείχνουν ότι από τη Νεολιθική περίοδο εδώ ήταν κατοικία ή τόπος ιερός των ανθρώπων της εποχής. Κατάλευκοι, ροζέ, στο χρώμα της τερακότας σχηματισμοί από σταλακτίτες που ξεπροβάλλουν μέσα από το νερό και σταλαγμίτες που κρέμονται από το ταβάνι, άλλοτε σαν κουρτίνες άλλοτε σαν εντυπωσιακοί πολυέλαιοι που καθρεφτίζονται στα ιριδίζοντα νερά, όλοι έχουν σχηματιστεί κυριολεκτικά σταγόνα-σταγόνα. «Μανδύας του Ποσειδώνα” “Στήλες του Ηρακλέους”, ο “Διάδρομος των Θαυμάτων”, ο “Επισκοπικός Θρόνος”, “Πέλμα του Ποσειδώνα”, τα «Λευκά Διαμερίσματα», η “Θάλασσα των Ναυαγίων” με το “Βουλιαγμένο Καράβι”, η «Κρυστάλλινη Βροχή» και «Ο Μεγάλος Ωκεανός», είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έχουν δοθεί στους μαγευτικούς σχηματισμούς. Σιγή επικρατεί παντού. Μόνο οι σταγόνες ακούγονται και ο παφλασμός των κουπιών. Σκύβεις το κεφάλι στα στενά περάσματα κι είναι σαν να σκύβεις από δέος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Στους βαρκάρηδες αρέσει να λένε ότι είναι η είσοδος στον Άδη κι εκείνοι οι βαρκάρηδες των ψυχών. Για εμένα πάλι ήταν πάντα το ταξίδι στο κέντρο της Γης. Στη μήτρα της δημιουργίας. Γυναίκα είναι για εμένα το Σπήλαιο. Σαν τα μυστικά της περάσματα που ανοίγονται σιγά σιγά στον βουβό από θαυμασμό επισκέπτη-προσκυνητή. Και με πολλά ακόμη μυστικά να κρύβονται στα βάθη της, όπως και στο κοντινό σπήλαιο, την Αλεπότρυπα, που μπορεί να μην είναι επισκέψιμη, αλλά οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως εξαιρετικά ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως το ζευγάρι των αιώνιων εραστών, που τάφηκαν αγκαλιά περίπου το 3.800 π.Χ.
Αρχή ή τέλος του ταξιδιού για τη Μάνη, ορμητήριο για τους ταξιδιώτες ή βάση για να αναπαυθεί το σώμα και η ψυχή, το Γύθειο είναι πάνω από όλα ειλικρινές. Γραφικό μεν, με κατοίκους όμως που το αγαπούν πολύ για να το αφήσουν να γίνει απλώς ένας ακόμη τουριστικός προορισμός. Για εμένα ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Που συνεχίζει ακάθεκτος. Το προτιμώ από άλλα μέρη στην Ελλάδα; Ε λοιπόν, αυτό είναι μια άλλη ιστορία!
H κα Μαρία Ατματζίδου κατάγεται από το Γύθειο και είναι δημοσιογράφος και συνεργάτιδα του Ιταλικού National Geographic Traveler.
Στο περσινό καλοκαιρινό τριμηνιαίο τεύχος του National Geographic Traveler-Italia, (που διαβάζεται από εκατομμύρια Ιταλόφωνους σε όλο τον κόσμο), της ζητήθηκε από την Ιταλίδα Διευθύντρια να γράψει κάτι προσωπικό για έναν αγαπημένο της τόπο στην Ελλάδα που θα πρότεινε ανεπιφύλακτα στους γείτονες Ιταλούς να επισκεφθούν.
Ανταποκρινόμενη έγραψε ένα ταξιδιωτικό άρθρο για το Γύθειο (και τη Μάνη, βέβαια), το οποίο και δημοσιεύθηκε με πολύ μεγάλη ανταπόκριση από τους Ιταλούς αναγνώστες.